- κενόδοξος
- -η, -ο (ΑΜ κενόδοξος, -ον)αυτός που επιζητεί κενή, μάταιη δόξα, δοξομανής, ματαιόδοξοςμσν.1. αλαζόνας, φαντασμένος, περήφανος2. το ουδ. ως ουσ. το κενόδοξονα) ματαιοδοξίαβ) αλαζονείαγ) τα μεγαλεία («ἠρνήθην... καὶ τὰ λαμπρὰ και τὸ κενόδοξόν του», Βέλθ.).επίρρ...κενοδόξως (Α κενοδόξως)με κενοδοξία, ματαιόδοξα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)-* + -δοξος (< δόξα), πρβλ. ορθό-δοξος, ψευδό-δοξος].
Dictionary of Greek. 2013.